ἀραιότεροι

ἀραιότεροι
ἀραῑότεροι , ἀραῖος
prayed to
masc nom/voc comp pl
ἀραῑότεροι , ἀραῖος
prayed to
masc nom/voc comp pl
ἀραιός
thin
masc nom/voc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”